- επασφαλίζω
- ἐπασφαλίζω (AM)μσν.κλειδώνω, ασφαλίζωαρχ.1. στερεώνω, στηρίζω2. μέσ. ἐπασφαλίζομαιεξασφαλίζω3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπασφαλιζομένοις — ἐπασφαλίζω shore up pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλιζόμενος — ἐπασφαλίζω shore up pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλισθέντων — ἐπασφαλίζω shore up aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλισάμενος — ἐπασφαλίζω shore up aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλίζειν — ἐπασφαλίζω shore up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλίζεσθαι — ἐπασφαλίζω shore up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλίζεται — ἐπασφαλίζω shore up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπασφαλίσασθαι — ἐπασφαλίζω shore up aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)